- τέρμονος
- τέρμωνboundarymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερμινάλια — τά, Α εορτή τών Ρωμαίων προς τιμήν τού θεού Τέρμονος, την οποία τελούσαν στις 23 Φεβρουαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terminalia < Terminus «ο όριος θεός, ο θεός προστάτης τών συνόρων»] … Dictionary of Greek